νερόφιδο

νερόφιδο
Οφίδιο, όχι ιοβόλο, της οικογένειας των Κολουβριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι natrix tessellata. Ο χαρακτηρισμός tessellata = ψηφιδωτό του δόθηκε για τις πολυάριθμες καφέ βούλες, που βρίσκονται, στη ραχιαία περιοχή και στα πλευρά του κορμού και της ουράς, διατεταγμένες σε τρεις σειρές· μια χαρακτηριστική βούλα σε σχήμα V παρατηρείται στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο χρωματισμός του βάθους είναι γκριζοπράσινος στα ανώτερα μέρη, ροδοκίτρινος στα πλευρά, ανοιχτός κιτρινωπός στο λαιμό και μαυριδερός στο μεσαίο μέρος της κοιλιάς. Το οφίδιο αυτό, μήκους περίπου 80 εκ., είναι διαδεδομένο στη δυτική Ασία, σε μερικές περιοχές της βόρειας Αφρικής και στη νότια Ευρώπη. Τρέφεται συνήθως με μικρά ψάρια, αλλά και με αμφίβια και με τις προνύμφες τους. Στην αρχή του καλοκαιριού, το θηλυκό γεννά στην ξηρά 10 ως 30 αβγά που ανοίγουν ύστερα από περίπου είκοσι μέρες. Τα νεογέννητα πηγαίνουν αμέσως στο νερό, προς αναζήτηση τροφής. Με το όνομα νερόφιδο είναι γνωστό και το οφίδιο natrix natrix ή natrix tropidonotus, που είναι και αυτό διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρώπη, στη δυτική Ασία και στη βορειοδυτική Αφρική. Το νερόφιδο (natrix natrix) είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρώπη. Το νερόφιδο διαθέτει μια χαρακτηριστική βούλα σε σχήμα V στη βάση του κεφαλιού του.
* * *
το, και νεροφίδα, η (Μ νερόφιδον)
κοινή ονομασία ειδών, λιγότερο ή περισσότερο υδρόβιων, τής οικογένειας columbridae και ιδίως τού γένους νάτριξ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νερόφιδο — νερόφιδο, το και νεροφίδα, η είδος φιδιού που ζει και στο νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεροφίδα — η 1. νερόφιδο 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πίνει πολύ νερό …   Dictionary of Greek

  • συγγναθίδες — (Sygnathidae). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών από τα οποία τα σπουδαιότερα είδη είναι ο ιππόκαμπος, γνωστό και ως αλογάκι της θάλασσας, και ο σύγγναθος (sygnathus). Ζει σε όλες σχεδόν τις θάλασσες και αριθμεί 50 περίπου είδη. Ο σ. έχει σώμα… …   Dictionary of Greek

  • ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… …   Dictionary of Greek

  • ύδρος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου, που βρίσκεται μεταξύ των δύο Νεφών του Μαγγελάνου, ανάμεσα στους αστερισμούς του Ηριδανού, της Τουκάνας, του Οκτάντος, της Τραπέζης, της Δοράδος, του Δικτύου και του Ωρολογίου. Ο λαμπρότερος… …   Dictionary of Greek

  • ύλλος — Γιος του Ηρακλή από τη Δηιάνειρα, σύζυγος της Ιόλης. Υιοθετήθηκε από τον Αιγίμιο, βασιλιά των Δωριέων της Θεσσαλίας, και ηγήθηκε εκστρατείας Δωριέων στην Πελοπόννησο, για ν’ αποκατασταθεί στο θρόνο της Τίρυνθας, που είχε στερήσει ο Ευρυσθέας από… …   Dictionary of Greek

  • κολουβρίδες — (colubridae). Οικογένεια φιδιών της τάξης των φολιδωτών, η οποία περιλαμβάνει δηλητηριώδεις και μη αντιπροσώπους. Οι κ., οι διαστάσεις των οποίων ποικίλλουν από μερικές δεκάδες εκατοστά έως 3 μ. ή και περισσότερο, δεν είναι θραυστήρες ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”